θὤπλα

θὤπλα
ὅπλα , ὅπλον
tool
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οθούνεκα — ὁθούνεκα και ὁθούνεκεν (Α) 1. επειδή, διότι («ζηλῶ σ ὁθούνεκα ἐκτὸς αἰτίας κυρεῑς», Αισχύλ.) 2. (ειδ. σύνδ.) ότι («ἄγγελε... ὁθούνεκα τέθνηκ Ὀρέστης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπου ἕνεκα / ἕνεκεν με κράση (πρβλ. τὸ ἔπος> τοὖπος) και τροπή τού τ σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”